- περιστάσιμος
- -ον, Α [περίστασις]αυτός που είναι γεμάτος από ανθρώπους που στέκονται κυκλικά, αυτός που είναι γεμάτος ακροατές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστάσιμον — περιστάσιμος filled with people standing round masc/fem acc sg περιστάσιμος filled with people standing round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)